δαμάσεις

δαμάσεις
δάμασις
taming
fem nom/voc pl (attic epic)
δάμασις
taming
fem nom/acc pl (attic)
δαμά̱σεις , δαμάω
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)
δαμά̱σεις , δαμάω
fut ind act 2nd sg (doric aeolic)
δαμάζω
overpower
aor subj act 2nd sg (epic)
δαμάζω
overpower
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άζαπος — η, ο ο αζάπικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζάπι / ζάφτι «αυτός που δεν μπορείς να τόν κάνεις ζάφτι, να τόν δαμάσεις» η < αζάπης (Ι) «ελεύθερος, ατίθασος»] …   Dictionary of Greek

  • ακαταδάμαστος — η, ο [καταδαμάζω] αυτός που δεν μπορείς να τόν δαμάσεις, να τόν κάνεις τού χεριού σου …   Dictionary of Greek

  • δαμάζω — ασα, άστηκα, δαμασμένος 1. τιθασεύω, εξημερώνω άγρια ζώα: Ο Μ. Αλέξανδρος μπόρεσε να δαμάσει το Βουκεφάλα. 2. πειθαρχώ, υποτάσσω: Χρειάζεται ικανότητες για να δαμάσεις τα παιδιά του νηπιαγωγείου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω: Είναι άνθρωπος που έμαθε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”